Δευτερογενής Πρόληψη Καρκίνου του Μαστού

Πρόληψη Καρκίνου Μαστού

Δευτερογενής Πρόληψη Καρκίνου του Μαστού

Ακόμη και με την πλήρη τήρηση των συστάσεων της πρωτογενούς πρόληψης όσον αφορά τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού, παραμένουν οι μη τροποποιήσιμοι με κυριότερο την ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος παραμένει σημαντικός ακόμα και στα άτομα με ευνοϊκούς τους περισσότερους παράγοντες κινδύνου, καθώς σχετίζεται με τη γήρανση του ατόμου. Ο καρκίνος του μαστού είναι η κατεξοχήν νόσος που πληροί τα κριτήρια του Πληθυσμιακού Προσυμπτωματικού ελέγχου (Screening), δηλαδή του ελέγχου σε ομαδικό επίπεδο υγιών ατόμων.  Και αυτό γιατί:

  • Είναι ο πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες
  • Εάν ανιχνευθεί πρώιμα είναι ιάσιμος
  • Μπορεί να ανιχνευθεί με μια εύκολη, οικονομική και προσβάσιμη στο γενικό πληθυσμό εξέταση, τη μαστογραφία, χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του ατόμου
  • Το οικονομικό φορτίο στις υπηρεσίες υγείας για τη θεραπεία της πιο προχωρημένης νόσου είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό της θεραπείας σε πρώιμο στάδιο

Πώς πραγματοποιείται η δευτερογενής πρόληψη για τον καρκίνο του μαστού;

Μαστογραφία

Είναι η βασική εξέταση προσυμπτωματικού ελέγχου των μαστών. Έχει αποδειχθεί από σειρά τυχαιοποιημένων μελετών screening σε μεγάλους πληθυσμούς γυναικών, ότι η συμμετοχή μιας γυναίκας σε ένα πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου των μαστών της μειώνει τον κίνδυνο να πεθάνει από καρκίνο του μαστού κατά 20 – 40%. Αν και οι περισσότερες παλαιότερες μελέτες αφορούσαν την αναλογική μαστογραφία, πιο πρόσφατες αποδεικνύουν ότι η ψηφιακή μαστογραφία υπερτερεί σε γυναίκες μικρότερες των 50 ετών και σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς ανεξαρτήτως ηλικίας.

Συχνά ερωτήματα για τη χρήση της μαστογραφίας:  

  • Ενδέχεται η ακτινοβολία της μαστογραφίας να προκαλέσει καρκίνο του μαστού;

Η ακτινοβολία που απορροφάται από τους ιστούς κατά τη διενέργεια της μαστογραφίας εκτιμάται αμελητέα, ειδικά στην ψηφιακή μαστογραφία, όπου αναφέρεται δόση ισότιμη με αυτή μιας ακτινογραφίας θώρακος. Επίσης αναφέρεται κίνδυνος 1,3 ενδεχόμενων καρκίνων του μαστού λόγω ακτινοβολίας από τη μαστογραφία για κάθε 100.000 χιλιάδες γυναίκες που εξετάζονται ετησίως από τα 40 έτη, ποσοστό πολύ μικρό σε σχέση με τις κακοήθειες που ανακαλύπτονται με τη μαστογραφία.

  • Συχνά υπάρχουν ευρήματα που οδηγούν σε περεταίρω εξετάσεις ή και βιοψίες χωρίς τελικά να κρύβουν καρκίνο. Πως μπορεί να μειωθεί αυτό;

Είναι αλήθεια ότι σε κάθε 1000 μαστογραφίες που γίνονται, στις 80 θα υπάρξει εύρημα που θα οδηγήσει σε επιπλέον εξέταση και σε 10 από αυτές σε βιοψία, από την οποία θα διαγνωστούν 3 καρκίνοι. Τα τελευταία   χρόνια κερδίζει έδαφος η μαστογραφία – τομοσύνθεση ακριβώς γιατί αθωώνει ύποπτα ευρήματα, ειδικά σε πυκνούς μαστούς, και μειώνει τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα της συμβατικής μαστογραφίας  και άρα τις αρνητικές βιοψίες.

  • Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν βραδέως αναπτυσσόμενοι καρκίνοι, που ενδεχομένως να μην έθεταν ποτέ σε κίνδυνο τη ζωή της γυναίκας, εάν δεν ανιχνεύονταν στη μαστογραφία;

Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι καρκίνοι παρουσιάζουν πολύ αργή εξέλιξη, αλλά δεν υπάρχει προς το παρόν απεικονιστική εξέταση ειδική της βιολογικής συμπεριφοράς των καρκίνων ούτε απόλυτη βεβαιότητα για το ότι παραμένουν συνεχώς έτσι και δεν μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους στο χρόνο.

  • Υπάρχουν καρκίνοι που οδηγούν στο θάνατο τη γυναίκα παρά το ότι ανιχνεύθηκαν πρώιμα;

Και αυτό είναι αλήθεια, αλλά και πάλι δεν υπάρχει προς το παρόν άλλη εξέταση που να ανιχνεύει αυτές τις κακοήθειες σε στάδιο λιγότερο επιθετικό.

Κλινική εξέταση

  • περιλαμβάνει τη λήψη του ιστορικού του εξεταζόμενου ατόμου, για εντοπισμό παραγόντων κινδύνου, και ακολουθεί η φυσική εξέταση των μαστών, με επισκόπηση και ψηλάφηση των μαζικών αδένων και των περιοχικών λεμφαδένων της μασχαλιαίας και υπερκλείδιας χώρας. Ταυτόχρονα εξετάζεται και το θωρακικό τοίχωμα (στέρνο, πλευρές, πλευρικά τόξα) που φιλοξενεί το μαζικό αδένα. Απαραίτητη είναι και η καταγραφή των ευρημάτων, ακόμη και φυσιολογικών.  

Μόνη η κλινική εξέταση δεν έχει μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα ακόμη και για τον έμπειρο εξεταστή, καθώς είναι δυνατό να μην εντοπίσει μικρές βλάβες ή και να ανιχνεύσει ευρήματα χωρίς ουσιαστική σημασία. Λειτουργεί όμως συμπληρωματικά με την μαστογραφία, καθώς η τελευταία είναι δυνατό να μην αναδείξει με ευκρίνεια παθολογικές στην ψηλάφηση περιοχές του αδένα, που ενδέχεται να υποκρύπτουν λιγότερο συνηθισμένες κακοήθειες. Εξάλλου, η σφαιρική εκτίμηση του εξεταζόμενου ατόμου γίνεται στο πλαίσιο της κλινικής εξέτασης από τον εξειδικευμένο κλινικό γιατρό που μπορεί να αξιολογήσει το ιστορικό, να διενεργήσει τη φυσική εξέταση και να εκτιμήσει τα απεικονιστικά ευρήματα της μαστογραφίας, ευαισθητοποιώντας ταυτόχρονα τον εξεταζόμενο στη σημασία του ελέγχου και στο νόημα των ευρημάτων. Για τους παραπάνω λόγους, η κλινική εξέταση αποτελεί σημαντικό μέρος του προσυμπτωματικού ελέγχου.

Άλλες εξετάσεις

  • Αυτοεξέταση: αν και έχει στο παρελθόν προβληθεί ως πολύ σημαντική, δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει πραγματικά την επιβίωση από καρκίνο του μαστού. Και αυτό για δύο βασικούς λόγους: είτε οι γυναίκες φοβούνται τη διενέργεια της αυτοεξέτασης, με αποτέλεσμα να την αμελούν, είτε γιατί δεν γνωρίζουν να την πραγματοποιήσουν σωστά και πολύ περισσότερο να εκτιμήσουν τα αποτελέσματα, οπότε υπερτιμούν τα ευρήματα τους. Ως εκ τούτου, συνιστάται προαιρετικά εάν μια γυναίκα θέλει να ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία και εφόσον διδαχθεί από τον ιατρό της τη σωστή μέθοδο.
  • Υπερηχογράφημα μαστών: στο πλαίσιο του προσυμπτωματικού ελέγχου έχει θέση στη συμπλήρωση της μαστογραφίας σε πυκνούς μαστούς (ACR 3 – 4) και φυσικά επί ψηλαφητικού ή μαστογραφικού ευρήματος (ογκίδιο, σκίαση, διαταραχή αρχιτεκτονικής) για τη διευκρίνιση της φύσης του ευρήματος (αδενικά στοιχεία, κυστικό ή συμπαγές μόρφωμα κ.α.)
  • Μαγνητική μαστογραφία: έχει θέση στον προσυμπτωματικό έλεγχο ατόμων πολύ υψηλού κινδύνου. Σε άτομα χαμηλού- μέσου κινδύνου η MRI μαστογραφία πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο επί διαφοροδιαγνωστικού προβλήματος με στόχο να αποφευχθεί ίσως μια αρνητική βιοψία.

Πότε ξεκινάει η δευτερογενής πρόληψη, με ποια συχνότητα γίνεται και μέχρι πότε εφαρμόζεται;

Το χρονικό σημείο έναρξης του προσυμπτωματικού ελέγχου των μαστών και η ένταση με την οποία διενεργείται, καθώς και μέχρι ποια ηλικία της γυναίκας συστήνεται, αποτελούν τα τελευταία χρόνια αμφιλεγόμενα σημεία, όχι τόσο σε ιατρικό επίπεδο αλλά κυρίως σε επίπεδο συστημάτων υγείας, που καλούνται άλλωστε να υποστηρίξουν οικονομικά ένα πληθυσμιακό έλεγχο.
Κατευθυντήριες οδηγίες έχουν διαμορφωθεί από διάφορους ιατρικούς οργανισμούς ευρωπαϊκούς, αμερικάνικους και διεθνείς αλλά και εθνικά συστήματα υγείας. Φαίνεται να διαμορφώνεται μια συμφωνία, που προσπαθεί να συγκεράσσει όλες τις τάσεις:

  • Χαμηλός κίνδυνος : Έναρξη στα:
    – 40-45 έτη με ετήσια ή ανά διετία μαστογραφία και κλινική εξέταση
    – 45 – 69 έτη, ετήσια μαστογραφία και κλινική εξέταση
    – 70 και άνω προαιρετικά ανά διετία
  • Υψηλός κίνδυνος : έναρξη ανάλογα με τον προσδιορισμό του υψηλού κινδύνου (π.χ. ισχυρό οικογενειακό ιστορικό, γονιδιακή μετάλλαξη, βιοψία με ατυπία)

– Μαστογραφία ανά έτος
– Κλινική εξέταση και US μαστών ανά 6 μήνες
– MRI μαστογραφία ανά έτος/ επί ενδείξεων

Διαβάστε ακόμη για τη Πρόληψη του Καρκίνου του Μαστού: